- εκλελυμένος
- η, ον распущенный, развращённый; развратный; распутный;
εκλελυμένα ήθη — распущенные нравы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκλελυμένα ήθη — распущенные нравы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐκλελυμένος — ἐκλύω set free perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύτις — μύτις, ἡ (ΑΜ) μύτη, ρύγχος αρχ. 1. το μέρος τών σπλάγχνων τών μαλακίων που αντιστοιχεί στο ήπαρ 2. μυττίς * 3. (κατά τον Ησύχ.) «μύτις ἰχθύς θήλεια, ἥτις ἄνευ ἄρρενος οὐ νέμεται καὶ ὁ ἐν[ν]εός καὶ ὁ μὴ λαλῶν καὶ ὁ πρὸς τὰ ἀφροδίσια ἐκλελυμένος».… … Dictionary of Greek